Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

.........ΚΑΤΑ ΜΙΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΧΩΡΙΣ ΣΟΒΑΡΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ........................ΠΑΡΑΤΕΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΖΩΗ ΟΙ ΥΓΙΕΙΝΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ,








Πέντε υγιεινές συνήθειες στη μέση ηλικία μπορούν να χαρίσουν μια έξτρα δεκαετία ζωής, χωρίς σοβαρές ασθένειες.
Σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα.
Όσο πιο αποφασισμένος είναι κανείς στην τήρηση ορισμένων συνηθειών, τόσο περισσότερο θα ζήσει και με υγεία.
Οι γυναίκες μάλιστα μπορούν να προσθέσουν περισσότερα χρόνια υγιούς ζωής (δέκα) σε σχέση με τους άνδρες (επτά).
Εφόσον κανείς συστηματικά τηρεί πέντε πράγματα -τρώει υγιεινά, πίνει αλκοόλ με μέτρο (έως ένα ποτήρι κρασί τη μέρα οι γυναίκες και δύο ποτήρια οι άνδρες), δεν καπνίζει καθόλου, διατηρεί το βάρος του σε κανονικά επίπεδα (δείκτης μάζας σώματος 18,5 έως 25) και ασκείται σωματικά για τουλάχιστον μισή ώρα τη μέρα- μπορεί να προσδοκά βάσιμα ότι θα προσθέσει στη ζωή του έως μια δεκαετία χωρίς καρδιοπάθειες, καρκίνο και διαβήτη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή επιδημιολογίας Φρανκ Χου της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ των ΗΠΑ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό British Medical Journal (BMJ), ανέλυσαν σε βάθος έως 34 ετών στοιχεία για σχεδόν 73.200 γυναίκες και 38.400 άνδρες.
Σύμφωνα με τη μελέτη, αν ένας 50άρης άνδρας τηρεί τουλάχιστον τις τέσσερις από τις πέντε υγιεινές συνήθειες, θα ζήσει κατά μέσο όρο 31,1 χρόνια χωρίς χρόνιες παθήσεις, έναντι 23,5 ετών για όσους άνδρες δεν τηρούν ούτε μία από τις πέντε συνήθειες, δηλαδή οι πρώτοι θα κερδίσουν άλλα επτάμισι χρόνια υγιούς ζωής.
Για τις γυναίκες 50 ετών που τηρούν τις τέσσερις από τις πέντε συνήθειες, το όφελος θα είναι ακόμη μεγαλύτερο (πάνω από δέκα έτη), καθώς μπορούν να προσβλέπουν κατά μέσο όρο σε ακόμη 34,4 έτη ζωής χωρίς χρόνιες παθήσεις, έναντι 23,7 ετών για τις γυναίκες που δεν τηρούν ούτε μια υγιεινή συνήθεια.
Το μικρότερο προσδόκιμο υγιούς ζωής έχουν οι άνδρες που καπνίζουν πολύ (πάνω από 15 τσιγάρα τη μέρα),
καθώς επίσης οι άνδρες και οι γυναίκες με παχυσαρκία (με δείκτη μάζας σώματος άνω του 30).

.....ΨΑΞΕ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΗΣΕ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΣΟΥ








Κράτησε στην ζωή σου ανθρώπους που σε αγαπούν, σε εκτιμούν, σε σέβονται γι αυτό που είσαι.
Κράτησε στην ζωή σου ανθρώπους που δεν προσπαθούν να σε αλλάξουν.
Βρές ανθρώπους που δεν κουτσομπολεύουν,
που δεν θέλουν το κακό κανενός,
που δεν χαίρονται με τα προβλήματα των άλλων,
που στις σχέσεις τους έχουν μονο σκηνή και όχι παρασκήνιο,
που λένε αυτό που νιώθουν, και που νιώθουν αυτό που ακριβώς λένε,
που προσπαθούν να κάνουν τον εαυτό τους και τον κόσμο καλύτερο,
που δεν σταματάνε να ονειρεύονται και δεν συμβιβάζονται με το άσχημο και το άδικο,
που δεν τους αρέσει να κρίνουν τους άλλους,
Κράτησε στην ζωή σου ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να παραμένεις σιωπηλός, χωρίς να νιώθει κανείς αμηχανία.
Βρές ανθρώπους που επιμένουν να βλέπουν πάντα το καλό στους άλλους,
που ποτέ δεν θα σε πληγώσουν επίτηδες,
που σε κάνουν να νιώθεις πως βρίσκεσαι σπίτι σου,
που είναι όμορφοι από μέσα.
Όταν τους βρείς μην τους αφήσεις ποτέ να νιώσουν μόνοι,
( Οι άνθρωποι που περιγράφω νιώθουν εύκολα μόνοι )
ΨΑΞΕ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΗΣΕ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΣΟΥ

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

.................ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΙΣΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ








Πες μου, για ποιό λόγο κλαις με τόσο πόνο αυτόν που πέθανε;
Γιατί ήταν κακός;
Ε, λοιπόν, όχι μόνο δεν πρέπει να κλαις, αλλά και να ευχαριστείς το Θεό, που σταμάτησε πια η κακία του.
Μήπως, απεναντίας, ήταν καλός;
Και στην περίπτωση αυτή πρέπει να χαίρεσαι, γιατί πέθανε «πριν η κακία αλλάξει τη σύνεσή του ή η δολιότητα της αμαρτίας εξαπατήσει την ψυχή του» (Σοφ. Σολ. 4:11).
Ήταν μήπως νέος;
Και γι' αυτό ακόμα ευχαρίστησε το Θεό και δόξασέ Τον, γιατί τον πήρε κοντά Του.
Όπως εκείνους που πηγαίνουν για ν' αναλάβουν κάποιο αξίωμα, τους κατευοδώνουμε με χαρά και ικανοποίηση, έτσι πρέπει ν' αποχαιρετάμε κι αυτούς που φεύγουν από τούτη τη ζωή, γιατί πηγαίνουν κοντά στο Θεό, όπου θ' απολαμβάνουν μεγάλη τιμή και ευτυχία.
Δεν λέω, βέβαια, ότι δεν πρέπει να λυπόμαστε για το χωρισμό από τ' αγαπημένα μας πρόσωπα, που πεθαίνουν, αλλά να μη λυπόμαστε περισσότερο απ' όσο πρέπει.
Γιατί θα παρηγορηθούμε αρκετά, αν σκεφτούμε ότι ο άνθρωπος, που χάσαμε, ήταν θνητός, όπως όλοι μας.
Με το ν' αγανακτούμε, δεν δείχνουμε τίποτ' άλλο, παρά πως ζητάμε πράγματα ασυμβίβαστα με την ανθρώπινη φύση.
Γεννήθηκες άνθρωπος, επομένως θνητός.
Γιατί, λοιπόν, υποφέρεις με κάτι τόσο φυσικό, όπως ο θάνατος;
Μήπως λυπάσαι, επειδή, για να ζήσεις, πρέπει να τρως;
Μήπως επιδιώκεις να ζήσεις χωρίς τροφή;
Τότε γιατί επιδιώκεις να μην πεθάνεις;
Όσο φυσικό είναι το να τρως, άλλο τόσο και το να πεθάνεις. Αφού είσαι θνητός, μη ζητάς να γίνεις αθάνατος
γιατί αυτό το πράγμα καθορίστηκε και νομοθετήθηκε μια μόνο φορά και για πάντα.
Ας μη μοιάζουμε στους ληστές, που θέλουν να κάνουν δικά τους όσα ανήκουν σε άλλους.
Έτσι, όταν ο Θεός παίρνει από μας χρήματα ή τιμή ή δόξα, ακόμα και το σώμα ή και την ψυχή, παίρνει αυτά που Του ανήκουν.
Και το παιδί σου ακόμη αν πάρει, δεν παίρνει ουσιαστικά το παιδί σου, αλλά το δικό Του πλάσμα.
Αφού, λοιπόν, εμείς δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, πώς θα ανήκουν σ' εμάς όσα ανήκουν σ' Εκείνον;
Αν η ψυχή σου δεν είναι δική σου, πώς είναι δικά σου τα χρήματά σου;
Και αν δεν είναι δικά σου, πώς ξοδεύεις άσκοπα ή άπρεπα αυτά που ανήκουν σε άλλον;
Μη λες, "Τα δικά μου ξοδεύω, από τα δικά μου διασκεδάζω"• γιατί ξοδεύεις και διασκεδάζεις με τα ξένα.
Και τα αποκαλώ ξένα, γιατί ο Θεός θεωρεί δικά σου όσα σου έδωσε, για να τα μοιράσεις στους φτωχούς.
Τότε μόνο τα ξένα γίνονται δικά σου.
Αν τα ξοδέψεις για τον εαυτό σου, τότε τα δικά σου γίνονται ξένα.
Δεν βλέπεις ότι τα σώματά μας τα υπηρετούν τα χέρια;
Δεν βλέπεις ότι το στόμα μασάει την τροφή, πριν τη δεχθεί το στομάχι;
Μήπως το στομάχι λέει, "Αφού δέχτηκα την τροφή, δικαιωματικά τα κατέχω όλα";
Τα μάτια πάλι, μήπως, επειδή αυτά δέχονται το φως, το κρατάνε μόνο για τον εαυτό τους και δεν το θέτουν στην υπηρεσία όλου του σώματος;
Ή μήπως τα πόδια, επειδή μόνο αυτά βαδίζουν, τον εαυτό τους μόνο μετακινούν και όχι το σώμα ολόκληρο;
Αλλά και από τους επαγγελματίες, αν θελήσει ο καθένας να μην παραχωρήσει και σε άλλους την ωφέλεια από το επάγγελμά του, όχι μόνο εκείνους, αλλά και τον εαυτό του θα ζημιώσει.
Ακόμα και οι φτωχοί, αν ήταν τόσο κακοί όσο εσείς, οι πλούσιοι, που τίποτ' άλλο δεν σκέφτεστε παρά το πως θ' αυξήσετε τα κέρδη σας, και δεν έδιναν από το υστέρημά τους στους πιο φτωχούς και αναγκεμένους, γρήγορα θα σας έριχναν κι εσάς στη φτώχεια.
"Μα έχασα το μονάκριβο παιδί μου", θα πει ίσως κάποιος, "που πάνω του στήριζα τόσες ελπίδες".
Και τί μ' αυτό;
Ευχαρίστησε το Θεό, που πήρε το παιδί σου, και τότε δεν θα είσαι κατώτερος από τον Αβραάμ, που οδήγησε το γιο του Ισαάκ στο βουνό για να τον θυσιάσει, ύστερ' από θεία εντολή.
Όπως εκείνος αγόγγυστα πρόσφερε το μονάκριβο παιδί του στο Θεό, έτσι πρόσφερέ το κι εσύ, και δεν θα πάρεις μικρότερη αμοιβή.
Μην κλαις, μη βαρυγγωμάς, μην αναστενάζεις.
Πες ό,τι είπε και ο μακάριος Ιώβ, όταν έχασε όλα του τα παιδιά: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε.
Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι κι έγινε.
Ας είναι τ' όνομά Του δοξασμένο παντοτινά» (Ιώβ 1:21).
Έτσι αποστόμωσε και τη γυναίκα του, λέγοντάς της μάλιστα και τούτα τα λόγια, που προκαλούν το θαυμασμό μας: «Αν δεχτήκαμε από τα χέρια του Κυρίου τα αγαθά, δεν θα υπομείνουμε και τις συμφορές;» (Ιώβ 2:10).
Έτσι να σκέφτεσαι κι εσύ, καθώς μάλιστα το παιδί σου δεν έπεσε στα χέρια εχθρού ή κακούργου, αλλά πήγε κοντά στο Θεό, που φροντίζει γι' αυτό περισσότερο από σένα και που γνωρίζει το συμφέρον του καλύτερα από σένα.
Κοίτα πόσα παιδιά, που βρίσκονται στη ζωή, έκαναν μαρτυρική τη ζωή των γονιών τους.
"Τα καλά παιδιά δεν τα βλέπεις;",
θα με ρωτήσεις. Και σου απαντώ: Τα βλέπω κι αυτά, η κατάσταση όμως του δικού σου παιδιού είναι πιο σίγουρη από τη δική τους.
Μπορεί τώρα να είναι καλά, το τέλος τους όμως είναι άγνωστο. Εσύ δεν φοβάσαι πια για το παιδί σου, μήπως πάθει τίποτα ή μήπως πάρει στραβό δρόμο.
Γι' αυτό, σου το ξαναλέω, μη θρηνείς.
Να δοξολογείς μόνο τον Κύριο, όπως έκανε ο Ιώβ.
"Και πώς να μη θρηνώ", θα πεις, "που δεν είμαι πια πατέρας;". Τί λόγια είναι τούτα;
Μήπως έχασες το παιδί σου;
Μάλλον τώρα το έκανες δικό σου και το έχεις πιο σίγουρα.
Δεν έπαψες να είσαι πατέρας.
Είσαι μάλιστα κάτι παραπάνω -όχι πια πατέρας ενός θνητού πλάσματος, μα ενός αθάνατου όντος!
Μη νομίζεις ότι έχασες πραγματικά το παιδί σου, επειδή δεν είναι κοντά σου.
Όπως θα συνέχιζε να είναι παιδί σου, αν είχε μεταναστεύσει σε μακρινή χώρα, έτσι και τώρα, που έφυγε για τον ουρανό. Βλέποντας, λοιπόν, τα μάτια του κλειστά, το στόμα του άφωνο και το σώμα του ακίνητο, μη σκέφτεσαι: "Αυτό το στόμα δεν μιλάει πια, αυτά τα μάτια δεν βλέπουν πια, αυτά τα πόδια δεν βαδίζουν πια".
Αλλά να σκέφτεσαι: "Αυτό το στόμα θα πει καλύτερα λόγια, αυτά τα μάτια θα δουν ωραιότερα πράγματα, αυτά τα πόδια θα περπατήσουν στον ουρανό, αυτό το σώμα θ' αναστηθεί άφθαρτο και θα πάρω πίσω το παιδί μου λαμπρότερο".
"Αλλά δεν γνωρίζω που πήγε", ίσως θα μου πεις.
Πώς δεν το γνωρίζεις;
Είτε θεάρεστα έζησε είτε όχι, είναι γνωστό που θα πάει.
"Γι' αυτό ακριβώς κλαίω", θα εξηγήσεις, "γιατί έφυγε φορτωμένο με αμαρτίες".
Μα κι αν δεν είχε αμαρτίες, μήπως δεν θα έκλαιγες και δεν θα βαρυγγωμούσες;
Τώρα παραπονιέσαι στο Θεό και Του λες: "Γιατί μου πήρες το παιδί μου γεμάτο αμαρτίες;".
Τότε θα Του έλεγες: "Γιατί μου πήρες ένα τόσο καλό παιδί;".
Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, πρέπει να χαίρεσαι.
Αν το παιδί ήταν αμαρτωλό,
γιατί έπαψε πια ν' αμαρτάνει και δεν πρόσθεσε μεγαλύτερο βάρος κακίας στην ψυχή του.
Ενώ μάλιστα δεν μπορούσες να το βοηθήσεις όσο ζούσε, γιατί δεν άκουγε τις συμβουλές σου, τώρα μπορείς να το βοηθήσεις• όχι με δάκρυα και θρήνους,
αλλά με προσευχές και ελεημοσύνες και προσφορές.
Αυτά καθορίστηκαν από τους αγίους αποστόλους όχι τυχαία, αλλά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Ο ιερέας, μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, όταν τελεί τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, μνημονεύει όχι μόνο τους ζωντανούς, αλλά και τους νεκρούς, οπότε οι ψυχές ανακουφίζονται.
Και όταν εμείς κάνουμε γι' αυτούς προσφορές στην εκκλησία ή ελεημοσύνες στους φτωχούς, τους προξενούμε κάποια παρηγοριά, όσο αμαρτωλοί κι αν ήταν.
Αν πάλι το παιδί σου ήταν καλό και ενάρετο,
πολύ περισσότερο δεν πρέπει να λυπάσαι.
Γιατί, όπως ο καθαρός κι ολόλαμπρος ήλιος ανεβαίνει στον ουρανό, έτσι και η καθαρή ψυχή, που εγκαταλείπει το σώμα, ανεβαίνει ολόλαμπρη, με τη συνοδεία αγγέλων, στο βασίλειο του Θεού.
Δεν είναι κακό, λοιπόν, το να πεθάνει κανείς.
Τότε για ποιο λόγο φοβόμαστε το θάνατο;
Γιατί δεν μας έχει κυριέψει ο έρωτας της ουράνιας βασιλείας, γιατί δεν μας έχει φλογίσει ο πόθος των μελλοντικών αγαθών.
Αν είχε συμβεί αυτό, όλα τα αγαθά της γης θα τα περιφρονούσαμε.
Να μην έχετε, λοιπόν, τη σκέψη μικρού παιδιού, αλλά την ακακία μικρού παιδιού.
Τα μικρά παιδιά φοβούνται τις αγριωπές αλλ' ακίνδυνες μάσκες, δεν φοβούνται όμως την επικίνδυνη φωτιά.
Έτσι, αν τα κρατάει κανείς κοντά σ' ένα αναμμένο λυχνάρι, χωρίς να το σκεφτούν, ακουμπάνε το χέρι τους στη φλόγα και καίγονται.
Θέλετε να σας πω και άλλη αιτία, για την οποία φοβόμαστε το θάνατο;
Γιατί δεν ζούμε ενάρετη ζωή και δεν έχουμε καθαρή συνείδηση. Αλλιώς ο θάνατος δεν θα μας τρόμαζε.
Απόδειξέ μου ότι θα κληρονομήσω τη βασιλεία των ουρανών και σφάξε με τώρα κιόλας.
Θα σου χρωστάω μάλιστα και χάρη για τη σφαγή μου, αφού θα με στείλεις γρήγορα σ' εκείνα τα αγαθά.
"Αλλά φοβάμαι να πεθάνω άδικα", ίσως θα μου πεις.
Ώστε ήθελες να πεθάνεις δίκαια;
Και ποιός είναι τόσο ταλαίπωρος, που, ενώ μπορεί να πεθάνει άδικα, προτιμάει να πεθάνει δίκαια;
Αν πρέπει να φοβόμαστε θάνατο, πρέπει να φοβόμαστε εκείνον που μας βρίσκει δίκαια.
Όποιος πεθαίνει άδικα, μοιάζει στους αγίους.
Γιατί οι περισσότεροι απ' αυτούς που ευαρέστησαν το Θεό, θανατώθηκαν άδικα.
Και πρώτος ο Αβελ.
Δεν δολοφονήθηκε γιατί έφταιξε στον Κάιν, αλλά γιατί τίμησε το Θεό.
Και ο Θεός παραχώρησε να γίνει αυτός ο φόνος γιατί αγαπούσε τον Αβελ ή γιατί τον μισούσε;
Ολοφάνερα γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να του προσφέρει πιο λαμπρό στεφάνι, λόγω της άδικης σφαγής του.
Βλέπεις που δεν πρέπει να φοβάσαι μήπως πεθάνεις άδικα, αλλά μήπως πεθάνεις φορτωμένος με αμαρτίες;
Ο Αβελ πέθανε άδικα, μα ο Κάιν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του έχοντας την κατάρα του Θεού, στενάζοντας και τρέμοντας ακατάπαυστα.
Ποιός από τους δύο ήταν πιο μακάριος;
Εκείνος που έπαψε να ζει μέσα στη αρετή ή αυτός που έζησε μέσα στην αμαρτία;
Εκείνος που άδικα πέθανε ή αυτός που δίκαια τιμωρήθηκε;
Ας μην κλαίμε, λοιπόν, αδιάκριτα όλους όσοι πεθαίνουν, αλλά εκείνους που πεθαίνουν έχοντας πολλές αμαρτίες.
Σ' αυτούς πρέπουν τα δάκρυα και οι θρήνοι.
Γιατί ποιά ελπίδα έχουν, αφού δεν είναι πια δυνατό να καθαριστούν από τις αμαρτίες τους;
Όσο βρίσκονταν στην παρούσα ζωή, υπήρχε ελπίδα να μετανοήσουν.
Εκεί που πήγαν, όμως, δεν κερδίζει κανείς τίποτα με τη μετάνοια.
Ας τους κλαίμε, ναι, όχι όμως με τρόπο υστερικό και άπρεπο, όχι τραβώντας τα μαλλιά μας, ξεσκίζοντας το πρόσωπό μας, ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας, αλλά με σεμνότητα, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλούν ήρεμα από τα μάτια μας.
Αυτό ωφελεί κι εμάς.
Γιατί, πενθώντας έτσι τον νεκρό, πολύ περισσότερο θα προσπαθήσουμε να μην πέσουμε και οι ίδιοι σε παρόμοια αμαρτήματα.
Με το τράβηγμα των μαλλιών και τις κραυγές ο νους σκοτίζεται, ενώ με το ήρεμο πένθος διατηρεί τη διαύγειά του και μπορεί να φιλοσοφήσει ωφέλιμα γύρω από το θάνατο.
Μ' αυτόν τον τρόπο να φιλοσοφείς όχι μόνο όταν πεθαίνει κάποιος γνωστός σου, μα κι όταν βλέπεις έναν άγνωστο νεκρό να οδηγείται με πομπή μέσ' από τους δρόμους στην τελευταία του κατοικία και να συνοδεύεται από τα ορφανά παιδιά του, τη χήρα γυναίκα του, τους συγγενείς και τους φίλους του, όλους κλαμένους και συντριμμένους.
Να συλλογίζεσαι τότε πως η ζωή και τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν έχουν καμιάν αξία και καμιά διαφορά από τις σκιές και τα όνειρα.
Κοίτα, πόσα κάστρα και παλάτια βασιλιάδων, ηγεμόνων και αρχόντων είναι σωριασμένα σε ερείπια!
Σκέψου, πόση δύναμη και πόσο πλούτο είχαν κάποτε!
Τώρα έχουν ξεχαστεί και τα ονόματά τους.
Λέει η Γραφή: «Πολλοί άρχοντες έχασαν την εξουσία τους και κάθησαν στο χώμα• κι ένας άσημος, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα» (Σοφ. Σειρ. 11:5).
Δεν σου φτάνουν αυτά;
Συλλογίσου τότε, ποιά είναι η αξία σου όταν κοιμάσαι;
Μήπως δεν μπορεί κι ένα ζωύφιο να σε θανατώσει;
Ναι, πολλοί πέθαναν έτσι στον ύπνο τους.
Αλήθεια, από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας!
Κόβεται η κλωστή και τελειώνουν όλα.
Έτσι να φιλοσοφείς και να μη σαγηνεύεσαι από την ομορφιά, τα πλούτη, τη δόξα, τις απολαύσεις.
Ένα μόνο να σε απασχολεί: Που τελειώνουν όλα αυτά. Θαυμάζεις όσα βλέπεις εδώ στη γη;
Πιο αξιοθαύμαστα, όμως, είναι εκείνα που αναφέρονται στις άγιες Γραφές.
Δείξε μου έναν αγέρωχο άρχοντα ή έναν λαμπροντυμένο πλούσιο, όταν ψήνεται από τον πυρετό, όταν ψυχομαχεί, και τότε θα σε ρωτήσω: "Πού είναι εκείνος, που περνούσε από την αγορά καμαρωτός και περήφανος με ακολούθους και σωματοφύλακες;
Πού είναι εκείνος, που φορούσε πανάκριβα ρούχα;
Πού είναι η χλιδή της ζωής του, η πολυτέλεια των συμποσίων του, οι υπηρέτες, οι παρατρεχάμενοι, τα γέλια, οι ανέσεις, οι σπατάλες;
Όλα έφυγαν και πέταξαν.
Τί απέγινε το σώμα, που απολάμβανε τόση ηδονή;
Πλησίασε στον τάφο και κοίτα τη σκόνη, τη σαπίλα, τα σκουλήκια.
Κοίτα και στέναξε πικρά.
Και μακάρι το κακό να περιοριζόταν σε τούτη τη σκόνη, που βλέπεις.
Από τον τάφο και τα σκουλήκια φέρε τη σκέψη σου στο ακοίμητο σκουλήκι της άλλης ζωής, στο τρίξιμο των δοντιών, στο αιώνιο σκοτάδι, στην άσβεστη φωτιά, στις πικρές και αφόρητες εκείνες τιμωρίες, που δεν θα έχουν τέλος.
Εδώ, στη γη, και τα καλά και τα κακά κάποτε, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν εκεί, όμως, και τα δύο διαρκούν αιώνια.
Και διαφέρουν ως προς την ποιότητα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τούτου τόσο, που δεν είναι δυνατό να εκφράσει κανείς με λόγια.
Τί έγιναν, λοιπόν, όλα εκείνα τα μεγαλεία;
Τί έγιναν τα χρήματα και τα κτήματα;
Ποιός άνεμος φύσηξε και τα πήρε και τα σκόρπισε;
Τί θέλει, πάλι, κι αυτή η ανώφελη δαπάνη για την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφελεί και τους οικείους του ζημιώνει;
Ο Χριστός αναστήθηκε γυμνός από τον τάφο.
Ας μη γίνεται, λοιπόν, η κηδεία αφορμή ικανοποιήσεως της μανίας μας για επίδειξη.
Ο Κύριος είπε: «Πείνασα και μου δώσατε να φάω• δίψασα και μου δώσατε να πιω• ήμουνα γυμνός και με ντύσατε» (Ματθ. 25:35-36).
Όμως δεν είπε: «Ήμουνα νεκρός και με θάψατε».
Γιατί, αν μας παραγγέλλει να μην έχουμε τίποτα περισσότερο από ένα σκέπασμα, όταν ζούμε, πολύ περισσότερο όταν πεθάνουμε.
Ποιάν απολογία θα δώσουμε στο Θεό, λοιπόν, όταν ξοδεύουμε τεράστια ποσά για να κηδέψουμε ένα νεκρό σώμα, τη στιγμή που ο Χριστός, με τη μορφή των φτωχών συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος και γυμνός, κι εμείς αδιαφορούμε γι' αυτό;
Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι ανώφελα για κείνους που έχουν ήδη πεθάνει.
Ας τ' ακούσουν, όμως, οι ζωντανοί και ας συνέλθουν, ας λογικευτούν, ας διορθωθούν.
Όπου νά 'ναι θα έρθει και η δική τους ώρα.
Δεν θ' αργήσουν να βρεθούν κι αυτοί, δεν θ' αργήσουμε να βρεθούμε όλοι μας, μπροστά στο φοβερό Κριτήριο, όπου θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας.
Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να γίνουμε καλύτεροι,
εγκαταλείποντας την αμαρτία
και ακολουθώντας την αρετή,
για να μη χάσουμε τη βασιλεία των ουρανών,
για ν' αποκτήσουμε τα άφθαρτα αγαθά,
που έχει ετοιμάσει για μας ο φιλάνθρωπος Κύριος.

ΤΟΥΡΚΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΩΝ ΕΛΛΛΗΝΩΝ





- Ο Ελληνισμός πίστευε ότι ο Τούρκος του 1955 δεν ήταν ίδιος με τον Τούρκο του 1922 και ανακάλυψε την αλήθεια στα Σεπτεμβριανά.
- Ο Ελληνισμός πίστευε ότι ο Τούρκος του 1974 δεν ήταν ίδιος με τον Τούρκο του 1955 και ανακάλυψε την αλήθεια στην εισβολή στην Κύπρο.
- Ο Ελληνισμός πίστευε ότι ο Τούρκος του 1996 δεν ήταν ίδιος με τον Τούρκο του 1974 και ανακάλυψε την αλήθεια στο οδόφραγμα της Δερύνειας.
- Ο Ελληνισμός πιστεύει ότι ο Τούρκος του 2020 δεν είναι ίδιος με τον Τούρκο του 1996 και εύχομαι να μην χρειαστεί να δει πόσο λάθος έχει!
Γιατί μια σοφή γριούλα, γνωστή ως "Γιαγιά της ΕΛΔΥΚ" που σκοτώθηκε μαζί με Ελδυκάριους στην Σχολή Γρηγορίου την 16/8/74, έλεγε:
"Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΚΑΙ ΓΕΦΥΡΙ ΑΝ ΓΕΝΕΙ ΠΑΝΩ ΤΟΥ ΜΗΝ ΒΑΔΙΣΕΙΣ"...

...................................ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΑΣ ΤΑ ΖΩΑ







Στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας τα ζώα μας προσέφεραν περισσότερα από ο, τιδήποτε άλλο στον κόσμο αυτό: μας έθρεψαν με το κρέας τους, μας ζέσταναν με το τρίχωμα τους, μας βοήθησαν να οργώσουμε τη γη, έγιναν φύλακες μας και φίλοι μας αχώριστοι.
Ο Αριστοτέλης έλεγε πως "τα φυτά των ζώων ένεκέν εστι και τα ζώα των ανθρώπων χάριν",
δηλαδή ότι τα ζώα ήρθαν στον κόσμο για χάρη των ανθρώπων.
Με κάποια μάλιστα, όπως με τους σκύλους, εξελιχθήκαμε παράλληλα ως είδη, τόσο στενά δεμένοι είμαστε μαζί τους.
Τα μιμηθήκαμε για να επιβιώσουμε και για να φτιάξουμε τα κορυφαία τεχνολογικά μας δημιουργήματα. Τάχα τα αεροπλάνα και τα υποβρύχια δεν μιμούνται τις ιδιότητες των πουλιών και των ψαριών αντίστοιχα;
Μας δείχνουν την αγάπη τους τόσο πιστά και ανιδιοτελώς.
Μας κάνουν να χαμογελάμε.
Μας αρέσει να τα παρατηρούμε ακόμη και αν δεν θα τα αγγίξουμε ποτέ.
Αξίζουν το θαυμασμό μας.
Έχουμε πολλούς καλούς λόγους για να τα έχουμε συντροφιά μας, στο σπίτι μας, κυρίως βέβαια τα γατάκια και τα σκυλάκια (Μην ξεχνάτε ότι τα κατοικίδια μας αξίζουν ακόμη περισσότερη προσοχή, μην ξεχνάτε τη στείρωση τους).
Ιδιαίτερη προσοχή, βέβαια, πρέπει να δώσετε όταν αποφασίσετε να υιοθετήσετε ένα κατοικίδιο.
Γράφοντας αυτό το κείμενο έψαξα, σκέφτηκα, έγραψα αλλά και παρέλειψα πάρα πολλούς λόγους γιατί να αγαπάμε τα ζώα.
Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει καλύτερος από αυτόν: γιατί απλά τα αγαπάμε. Πραγματικά, χρειάζεται κανείς κάποια καλή δικαιολογία για να αγαπά μια άλλη ζωντανή ψυχή;
Δε νομίζω...

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΙΣ ΒΑΠΤΙΣΙΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ








Τα Θεοφάνεια ή Φώτα ή Επιφάνεια γιορτάζουμε την βάπτιση του Ιησού Χριστού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο ή Βαπτιστή.
Διαβάζουμε τι γράφει η Αγία γραφή: Στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο κεφάλαιο 3, (13-17)
Τότε έρχεται ο Ιησούς από τη Γαλιλαία στον Ιορδάνη, προς τον Ιωάννη για να βαπτιστεί από αυτόν.
Ο Ιωάννης όμως τον εμπόδιζε λέγοντας του: «Εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από σένα κι έρχεσαι εσύ σε μένα;»
Ο Ιησούς όμως του αποκρίθηκε: «Ας τα αφήσουμε τώρα αυτά, γιατί πρέπει να εκπληρώσουμε και οι δυο μας ό,τι προβλέπει το σχέδιο του Θεού».
Τότε ο Ιωάννης τον άφησε να βαπτιστεί.
Βαπτίστηκε, λοιπόν, ο Ιησούς και αμέσως βγήκε από το νερό. Και αμέσως άνοιξαν οι ουρανοί και είδε το Πνεύμα του Θεού σαν περιστέρι να κατεβαίνει και να έρχεται πάνω του.
Ακούστηκε τότε μια φωνή από τα ουράνια που έλεγε: «Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, αυτός είναι ο εκλεκτός μου.
Η βάπτιση του Χριστού ονομάζεται Θεοφάνεια, δηλαδή φανέρωση του Θεού.
Είναι μια φανέρωση του Τριαδικού Θεού.
Κατά δε τη στιγμή της Βάπτισης κατέβηκε από τον ουρανό το Άγιο Πνεύμα ( Τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος )
υπό μορφή περιστεράς
στον Ιησού ( Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος )
και ταυτόχρονα από τον ουρανό ακούσθηκε φωνή Του Πατέρα ( Πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ) που έλεγε ότι: Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα".
Αυτή δε είναι και η μοναδική φορά της εμφάνισης, στη Γη, της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος υπό του πλήρους «μυστηρίου» της Θεότητας.
Από την στιγμή εκείνη ανέτειλε οριστικώς και με τον πλέον επίσημο και θαυμαστό τρόπο, το ανέσπερον και άδυτον φως της αιωνίου ζωής, της αθανασίας, της Βασιλείας του Θεού, που είναι ο ενσαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού.
Ο δε λαός «ο καθήμενος εν σκότει και εν χώρα και σκιά θανάτου» (ΜΘ. 4,16) ηξιώθη να κοινωνήσει και να λουσθεί με το φως της Τριαδικής Θεότητος εν Ιορδάνη ποταμώ.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ (Ματθαίος 3. 13-17)
Τότε παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ.
ὁ δὲ Ἰωάννης διεκώλυεν αὐτὸν λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;
ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην· τότε ἀφίησιν αὐτόν·
καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος·
καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν· καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα.


Θα σου πω, πως μπορεις να δεις τον Παραδεισο μεσα απο την χαραμαδα









Σ’ενα συνηθισμενο σπιτι, μιας συνηθισμενης οικογενειας, σε μια συνηθισμενη ζωη.
Τιποτα το ιδιαιτερο. Τιποτα το αξιοπροσεκτο.
Ησυχο το σπιτι, η μητερα κατακοπη με τις δουλειες, με το βλεμμα ανησυχο, με την προσμονη μιας αναπαυσης, να ειναι μακρια απο την δικαιωση της.
Νεα στο σωμα, γρια σχεδον στην ψυχη.
Το παιδι, με το προσωπο του αγγελου, μπροστα στα εικονισματα, με το κανδηλι να αντιφεγγιζει στα ματια του, εκανε προσευχη, για το φαγητο.
Φαγητο ομως δεν υπηρχε.
Αλλη μια φορα θα ερχοταν απ’εξω, κρυφα, σκεπασμενο σαν κλοπιμαιο, και προερχομενο απο το υστερημα καποιων αλλων.
Αντι αυτου, υπηρχε ομως υπομονη, αλλα και αυτη ποσο να αντεξει;
Ωρες σιωπης και αναμονης. Κανεις δεν μιλα.
Ουτε το παιδι, ουτε η μητερα. Μονο κοιταζονται, παρηγορητικα, μιλουν με ενα αθορυβο διαλογο παρακλησεως, ενδιαθετο, ψυχικο, αδειαζοντας σιγα σιγα τα τελευταια αποθεματα τους.
Ακουγεται ο θορυβος των κλειδιων. Η πορτα ανοιγει, ο πατερας μπαινει, μαζι με εναν ηλικιωμενο Ιερεα, πιθανον τον κοντινο εφημεριο.
40ρης με οψη 70ρη, ο πατερας, μονιμος στην ανεργια, ρακος καθημαγμενο απο την αχρηστια, την αγωνια και τον πονο.
Η Μητερα τον κοιταξε και τον πηρε παραπερα. «Τι συμβαινει του λεει, τι θελει ο Ιερεας εδω; Τι εγινε;»
«Eναν αγιασμο να μας κανει, να μας βοηθησει ο Θεος.» της απαντα, o αντρας με φωνη σβησμενη. Δεν μας εχει μεινει τιποτα αλλο, σε παρακαλω, μην στεναχωριεσαι δεν συμβαινει τιποτα. Ενταξει ειμαι.
Καθισε ο Ιερεας, και του προσφερθηκε λιγο μπαγιατικος καφες, με παξιμαδι.
Το ευχολογιο, ο Σταυρος, το Πετραχηλι, ο Βασιλικος, ηταν ετοιμα να ξορκισουν το κακο, και να σκορπισουν χαρη και ευλογια, ανασα ελπιδας και θαρρος για τον ανηφορο, που ολο και πιο αποτομος γινοταν, ολο και πιο τραχυς.
Περασαν λιγα λεπτα σιωπης, τα τυπικα, οι νουθεσιες, τα νεα της γειτονιας, καλεσμα για συχνο Εκκλησιασμο, συμμετοχη στην ζωη της Ενοριας, προσπαθειες για καποια δουλεια, υποσχεση βοηθειας, ολα αυτα που η φιλοστοργη Μανα Εκκλησια, αιωνες τωρα, αδιακοπα και ακοπα, μαζευει για να ανα-στησει τα παιδια της, που σκονταφτουν συνεχως στον χωματοδρομο, του βιου, τον κακοτραχαλο αυτο δρομο, οπου και καποιος «αλλος», ευκαιρος, περα και εκτος απο την προσωπικη ευθυνη τους, φροντιζει να γεμιζει συνεχεια με νεες και κοφτερες πετρες..
Το παιδι κοιταξε στα ματια τον Ιερεα, που λιγο πιο πριν το ειχε συγχαρει για το περιποιημενο δωματιο του, το μικρο εικονοστασι του, και την επιμελη του προσευχη και μελετη.
«Παππουλη να σας ρωτησω κατι»;
«Ναι παδι μου», απαντησε ο γερο-Ιερεας, «οτι θελεις, εαν ξερω, ευχαριστως να σε αναπαυσω».
«Γιατι Παππουλη ολοι εχουν φαϊ εκτος απο εμας, γιατι ο Μπαμπας δεν εχει ποτε δουλεια, γιατι η Μαμα κλαιει κρυφα, πισω απο την πορτα του δωματιου της, και γιατι κανει οτι μαγειρευει αλλα το φερνει απ’εξω το φαϊ, και γιατι κανεις δεν ερχεται σπιτι μας, και γιατι ολα τα παιδια με αποφευγουν στην παρεα;»
Χιλιαδες γιατι, ετριζαν συνθεμελα το σπιτι.
«Γιατι; Γιατι δεν μας βοηθα ο Θεος εμας, αλλα μονο τους αλλους; Αφου προσευχομαστε, δεν προσευχομαστε, γιατι δεν μας προσεχει εμας; Τι κακο καναμε;»
Οι ταλαιπωροι γονεις παγωσαν και δαγκωθηκαν. Ξεσπασε κατι που κοχλαζε καιρο. Το ηφαιστιο της μικρης ψυχης. To παραπονο ξεχυθηκε σαν λαβα, και κατεκαιε την ωρα και την ατμοσφαιρα, και τον τοπο ολο.
Δεν ηθελε πολλα, ζητουσε τα αυτονοητα, αυτος ο αγγελος, που του γυρισαν το κλειδι απο μεσα, και εμεινε απ’εξω να κοιταζει απορημενος τον παραδεισο, που του στερουσαν καποιοι αλλοι, φτιαγμενοι για την κολαση.
Ο Ιερεας ταραχθηκε, γιατι εκτος απο τον λογο, παραλληλα κυλησε και ενα καυτο δακρυ, στο μαγουλο του ενσαρκου αυτου μικρου αγγελου.
Φρικτο και ασηκωτο το θεαμα ενος παιδου που υπεφερε. 50 χρονια, ιερατικης ευθυνης, ποιμαντικης πορειας, και διακονιας του λαου του Θεου, εμοιαζαν να τον εγκαταλειπουν, και να μοιαζει με νεο φρεσκοχειροτονημενο Διακο, που αλλου παταγε και αλλου βρισκοτανε.
Δεν αντεξε την βαρια και εντονη συγκινηση και ο ιδιος. Περασε ενα λεπτο, ομοιο με χιλιετια.
Μια οικογενεια, που υπεφερε βουβα, χωρις «επαναστασεις», χωρις βια, χωρις μισος, «μοιρολατρικα», χωρις να ενοχλει κανεναν, χωρις αντιδραση, συμφωνα με την αρρωστη λογικη του κοσμου, που ζητα κρεμαλες και εκτελεσεις, και αλλα τινα, ψυχικα ναρκωτικα για να νιωσει καλυτερα, απο τις ενοχες του, και απο την μποχα που τον πνιγει, απο το αδιεξοδο που δημιουργησε ο ιδιος ο κοσμος.
Σηκωνε τον σταυρο της, και ανεβαινε τον προσωπικο της Γολγοθα, περιμενοντας τον Σιμωνα τον Κυρηναιο, να την ελαφρωσει λιγο, για να συνεχισει μεχρι τελους.
Μαζεψε τα ψυχικα του κομματια, και απαντησε στο παιδι, που δεν ελεγε να ξεκολλησει το βλεμμα του απο πανω του.
«Ακουσε παιδι μου», του ειπε, μιλωντας με σεβασμο και ευθυνη οπως μιλανε σε εναν συνομιληκο οι ανθρωποι του Θεου. Γιατι και τα παιδια, ειναι ενηλικες, και ωριμα, πιο πολυ απο αυτους, οταν προκειται να ακουσουν λογο Θεου.
«Δεν θα σου απαντησω το γιατι. Aπλα και ειλικρινα δεν υπαρχει απαντηση..
Θελω να με καταλαβεις, δεν υπαρχει γιατι.
Αλλα θα σου πω το πως. Θα σου πω οτι μπορει να μετατρεψεις τα αναπαντητα γιατι, σε πως.
Απο αδιεξοδο τοπο να κανεις την απελπισια τροπο και διεξοδο.
Θα σου πω, πως μπορεις να δεις τον Παραδεισο μεσα απο την χαραμαδα διπλα στο παραθυρο σου», του ειπε δειχνοντας με το δαχτυλο, το ανεπισκευαστο παραθυρο με τον φθαρμενο τοιχο, οπου στο πλαϊ εχασκε ενα ανοιγμα μια χαραμαδα, μεσω της οποιας εμπαινε μια μικρη αχτιδα φωτος.
Το παιδι κοιταξε με απορια. «Μα αυτο ειναι το φως του ηλιου Παππουλη, δεν ειναι ο παραδεισος».
Συνεχισε αποφασιστικα ο Ιερεας, για να δωσει οτι ειχε, στο παιδι, σαν ωθηση να συνεχισει.
«Οχι παιδι μου. Το φως του παραδεισου ειναι. Το φως του Θεου ειναι. Eτσι να το βλεπεις, και ετσι να το περιμενεις.
«Πως; Πως θα γινει αυτο που λες;» ανταπαντησε το παιδι, και η στιγμη ηταν κρισιμη, σαν μαχη που ειχε αναψει.
«Ειδες που ηρθαμε απο το γιατι στο πως; Να πως..
Στηριζοντας την Μητερα σου, που κλαιει, με την αγαπη σου, στηριζοντας τον Πατερα σου, που πονα, με την υπομονη σου, τρωγοντας το φαγητο σαν να ειναι δικο σας, εχοντας για παρεα τον Χριστο, την Μητερα μας και Μητερα Του, και τους Αγιους μας, στηριζοντας τον εαυτο σου και τον κοσμο ολο με την προσευχη σου, στηριζοντας ολη σου την ελπιδα, ολη σου την προσπαθεια να ζησεις, στο Ονομα του Χριστου παιδι μου, και στην Εκκλησια Του.
Μην αποκαμεις παιδι μου, γιατι για σενα κρατα ο Θεος τον κοσμο, απο τα ματια σου περιμενει να περασει το φως και να σπασει το σκοταδι.
Απο την ταπεινοτητα σου, και την αθωοτητα σου θα νικηθει το κακο.
Ολα θα περασουν, και αυτη η χαραμαδα που βλεπεις και ντρεπεσαι, γιατι δεν μπορειτε να την φτιαξετε, θα ανοιξει τοσο διαπλατα, ωστε να μπειτε μεσα στην Χαρα του Θεου, ολοι μαζι η ευλογημενη οικογενεια σου.
Οταν απο μεγαλες και ακριβες, ισχυρες, διαπλατα ανοιγμενες πυλες, στον κοσμο, θα μπαινει το αιωνιο σκοταδι, απο δω μεσα θα μπει το Φως.
Κανε υπομονη παιδι μου, κανε προσευχη, και κανε το δακρυ σου, κολυμπηθρα του Σιλωαμ, να μπουμε ολοι οι αθλιοι και οι αμαρτωλοι, να ξεπλυθουμε, να μας λυπηθει ο Θεος, να μας δειξει το Προσωπο Του.
Σε παρακαλω.» Σιωπησε και αναστεναξε ο γεροντας ποιμενας.
Το παιδι αναθαρρησε. Ειμαι τοσο σπουδαιος, για τον κοσμο Παππουλη; Mπορω εγω να κανω τοσα πολλα; Κι’ας μην εχω τιποτα, ουτε καλα καλα φαγητο να φαω.. Ναι, ναι, θα προσπαθησω, να κανω οτι μπορω.
«Εισαι και παραεισαι παιδι μου. Και απο τωρα σου βαζω διακονημα, και να κανεις υπακοη, εαν με αγαπας».
Απο τωρα και στο εξης, ως αγγελος Θεου, θα προσευχεσαι για ολους, και γιαυτους που δεν εχουν, αλλα περισσοτερο γιαυτους που εχουν, και θα προσπαθεις καθε μερα, να ανοιγεις νοητα, την χαραμαδα αυτην, της ανθρωπινης φτωχειας, να την κανεις ολανοιχτη θυρα για τον εισοδο στον πλουτο που δεν τελειωνει, για το ξημερωμα που δεν εχει τελος, για το γευμα που δεν εχει κορο, και για την χαρα που δεν γνωριζει οριο.
Κανε μου την χαρη παιδι μου. Και ευχου και για εμενα..»
Σηκωθηκε ο Ιερεας, και αφου με κοπο, συγκρατουσε τα δακρυα, ειπε:
«Eλατε να αγιασουμε τον οικο σας, και να πανε ολα καλα, ολα δεξια, με την χαρη του Χριστου μας.»
Το παιδι δεν κρατιοταν, ειχε ηδη φυγει, αφου φιλησε το χερι, εφυγε για το διακονημα του.
Πηγε στο δωματιο, και αρχισε να κανει υπακοη ομοια, και εξισου ανεκτιμητη και ακριβη με αυτην, που κανουν τα μυρια επουρανια ταγματα των αχρονων αγγελων, στον Δεσποτη και Παντοκρατορα Χριστο, δηλαδη να μεριμνουν και αυτα ακαταπαυστα για την σωτηρια του κοσμου, και εξαπαντος του γενους των ανθρωπων. Φωτεινο, αγγελικο, γοργοφτερο σκαρι, βγηκε ευθυς στα ανοιχτα να ψαρεψει Χριστο, στο καταγαλανο πελαγος της αθωοτητας του, και της παιδικης ξενοιασιας, που ξερει την στεναχωρια να την κανει χαρα, απο στιγμη σε στιγμη.
Αγγελος και αυτο, με την τσεπη αδεια, και την κοιλια να γουργουριζει, αλλα μηπως και οι αγγελοι τρωνε;
“ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού” Ματθ. δ΄,4
Mε το φως να το λουζει, μυστικα απο την χαραμαδα της παιδικης του ψυχης, εχοντας για φτερα πλεον τον παρηγορο και αγιαστικο λογο του Ιερεα, και την ευχη του για το δρομο της ζωης.
Ναι.
Τωρα πια δεν τον ενδιεφερε το γιατι..
Οχι.
Γιατι ηξερε το «πως». Το «πως» ειναι ο δρομος, αλλα και ο χαρτης. Ενω το «γιατι» ειναι το αδιεξοδο.
Ειχε καταλαβει. Ειχε νιωσει και ειχε προσλαβει το νοημα με το παιδικο του ισχυρο και καθαρο πνευμα.
Και αυτο του ηταν αρκετο, να ζησει πλεον και να δει μεσα απο την χαραμαδα, τον Παραδεισο, ολοφωτο και ολανοιχτο, να τον περιμενει, και να του ψιθυριζει μυστικα:
«Eλα, ελα μικρε αγγελε, πισω στον τοπο σου και φερε και οσους μπορεσεις..»
Αμην, να μπορουσαμε να μπουμε και εμεις μαζι του, για την αγαπη και το ελεος του Θεου, που σταυρωθηκε για ολους μας, και δεν περισσευει κανενας, και ας μην ειναι ολοι φτωχα και αθωα παιδια, στο σωμα και την ψυχη…

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του καλοσυνάτου ανθρώπου;
















Όλοι οι άνθρωποι είμαστε προικισμένοι με την αρετή της καλοσύνης
και δεν είναι στη φύση μας το μίσος, αλλά η αγάπη.
Ας μιμηθούμε τα χαρακτηριστικά του καλοσυνάτου ανθρώπου
κι ας προσφέρουμε το καλό προς τους άλλους.
............Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του καλοσυνάτου ανθρώπου;
.........................Πραότητα και ταπεινότητα.
Όλοι οι καλοσυνάτοι άνθρωποι έχουν μια πραότητα και ησυχία στον χαρακτήρα τους.
Με την ταπεινότητά τους, κερδίζουν την εμπιστοσύνη σου με την πρώτη ματιά.
..........................Γενναιοδωρία και μεγαλοψυχία.
Πιστεύω όλοι μας έχουμε γευτεί τη γενναιοδωρία και την μεγαλοψυχία από καλοσυνάτους ανθρώπους, οι οποίοι μας βοήθησαν σε καλές και κακές στιγμές της ζωής μας. Και όλα αυτά χωρίς να περιμένουν αντάλλαγμα και χάρες, όπως συνηθίζουν οι μικρόψυχοι και συμφεροντολόγοι.
............................Συμπόνια και ευγένεια.
Συνήθως, οι καλοσυνάτοι άνθρωποι έχουν ευγενική ψυχή και είναι συμπονετικοί. Προσπαθούν, εκτός από τη δική τους ευτυχία, να προσφέρουν ευτυχία και χαρά στους συνανθρώπους τους.
....................................Ανιδιοτέλεια!
Στην κοινωνία μας, υπάρχουν αυτοί που σκοπός τους είναι η καλοπέραση και ο πλουτισμός εις βάρος των άλλων. Υπάρχουν, όμως και άνθρωποι που ζουν απλά, αληθινά και δίνουν χωρίς να παίρνουν. Η διαφορά των δύο είναι, ότι αυτοί που μόνο παίρνουν τρώνε καλύτερα, αλλά αυτοί που δίνουν κοιμούνται ήσυχα και χωρίς τύψεις.
...................................Σεβασμός και αυτοεκτίμηση.
Οι καλοσυνάτοι άνθρωποι έχουν υψηλό επίπεδο αυτοεκτίμησης, γι’ αυτό συμπεριφέρονται προς τους άλλους με αγάπη, σεβασμό, καλοσύνη, γενναιοδωρία και χαμόγελο. Ο καλοσυνάτος άνθρωπος προσφέρει τον εαυτό του για την ευτυχία του συνανθρώπου του.
.....................................Καλή και αγαθή καρδιά.
Ο αγαθός άνθρωπος για κανένα λόγο δεν κυριεύεται από φόβο, μίσος, φθόνο ή οργή. Προσπαθεί να προσφέρει με την καρδιά του αγάπη και βοήθεια, ώστε να χαράξει το όνομά του στις καρδιές και τις ψυχές των συνανθρώπων του, δίνοντας το καλό παράδειγμα και εφαρμόζοντας το «Αγαπάτε αλλήλους.»!
Όπως η πίστωση δημιουργεί εχθρούς, έτσι και οι προσφέροντες καλοσύνη θα αποκτήσουν πολλούς εχθρούς.
Γιατί όπως ξέρουμε το δέντρο που έχει καρπούς, το πετροβολούν.

ΤΑ 147 ΔΕΛΦΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΗΤΑΝ ΛΙΤΑ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΗΚΑΝ ΣΤΟΥΣ 7 ΣΟΦΟΥΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ.







Τα Δελφικά Παραγγέλματα είναι οι σοφές εντολές που άφησαν στους Έλληνες οι σοφοί της Αρχαίας Ελλάδας. Μια πολύτιμη κληρονομιά γνώσης και σοφίας για τις επερχόμενες γενεές.


Τον Θαλή τον Μιλήσιο, τον Πιττακό τον Μυτιληναίο, τον Βία τον Πρηνεύ, τον Σόλωνα τον Αθηναίο, τον Κλεόβουλο τον Ρόδιο, τον Περίανδρο τον Κορίνθιο και τον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο.
ΠΑΡΑΘΕΤΟΥΜΕ τα παραγγέλματα αυτά, όπως οι επισκέπτες της αρχαιότητας αντίκριζαν στους Δελφούς.
“Εν δέ τώ προνάω τά έν Δελφοίς γεγραμμένα, έστιν ώφελήματα άνθρώποις” ....Παυσανίας
Νόμω πείθου ( Να πειθαρχείς στο Νόμο)
Θεούς σέβου (Να σέβεσαι τους θεούς)
Γονείς αίδου (Να σέβεσαι τους γονείς σου)
Ηττώ υπέρ δικαίου (Να καταβάλεσαι για το δίκαιο)
Γνώθι μαθών (Γνώρισε αφού μάθεις)
Ακούσας νόει (Κατανόησε αφού ακούσεις)
Σαυτόν ίσθι (Γνώρισε τον εαυτό σου)
Εστίαν τίμα (Να τιμάς την εστία σου)
Άρχε σεαυτού (Να κυριαρχείς τον εαυτό σου)
Φίλους βοήθε (Να βοηθάς τους φίλους)
Θυμού κράτε (Να συγκρατείς το θυμό σου)
Όρκω μη χρω (Να μην ορκίζεσαι)
Φιλίαν αγάπα (Να αγαπάς τη φιλία)
Παιδείας αντέχου (Να προσηλώνεσαι στην εκπαίδευσή σου)
Σοφίαν ζήτει (Να αναζητάς τη σοφία)
Ψέγε μηδένα (Να μην κατηγορείς κανένα)
Επαίνει αρετήν (Να επαινείς την αρετή)
Πράττε δίκαια (Να πράττεις δίκαια)
Φίλοις ευνόει (Να ευνοείς τους φίλους)
Εχθρούς αμύνου (Να προφυλάσσεσαι από τους εχθρούς)
Ευγένειαν άσκει (Να είσαι ευγενής)
Κακίας απέχου (Να απέχεις από την κακία)
Εύφημος ίσθι (Να έχεις καλή φήμη)
Άκουε πάντα (Να ακούς τα πάντα)
Μηδέν άγαν (Να μην υπερβάλλεις)
Χρόνου φείδου (Να μη σπαταλάς το χρόνο)
Ύβριν μίσει (Να μισείς την ύβρη)
Ικέτας αίδου (Να σέβεσαι τους ικέτες)
Υιούς παίδευε ( Να εκπαιδεύεις τους γιους σου)
Έχων χαρίζου (Όταν έχεις, να χαρίζεις)
Δόλον φοβού (Να φοβάσαι το δόλο)
Ευλόγει πάντας (Να λες καλά λόγια για όλους)
Φιλόσοφος γίνου (Να γίνεις φιλόσοφος)
Όσια κρίνε (Να κρίνεις τα όσια)
Γνους πράττε (Να πράττεις με επίγνωση)
Φόνου απέχου ( Να μη φονεύεις)
Σοφοίς χρω (Να συναναστρέφεσαι με σοφούς)
Ήθος δοκίμαζε (Να επιδοκιμάζεις το ήθος)
Υφορώ μηδένα (Να μην είσαι καχύποπτος)
Τέχνη χρω (Να ασκείς την Τέχνη)
Ευεργεσίας τίμα (Να τιμάς τις ευεργεσίες)
Φθόνει μηδενί (Να μη φθονείς κανένα)
Ελπίδα αίνει ( Να δοξάζεις την ελπίδα)
Διαβολήν μίσει (Να μισείς τη διαβολή)
Δικαίως κτω. (Να αποκτάς δίκαια)
Αγαθούς τίμα ( Να τιμάς τους αγαθούς)
Αισχύνην σέβου ( Να σέβεσαι την εντροπή)
Ευτυχίαν εύχου (Να εύχεσαι ευτυχία)
Εργάσου κτητά (Να κοπιάζεις για πράγματα άξια κτήσης)
Έριν μίσει ( Να μισείς την έριδα)
Όνειδος έχθαιρε (Να εχθρεύεσαι τον χλευασμό)
Γλώσσαν ίσχε (Να συγκρατείς τη γλώσσα σου)
Έπου θεώ (Ακολούθα τον θεό)
Ύβριν αμύνου (Να προφυλάσσεσαι από την ύβρη)
Κρίνε δίκαια (Να κρίνεις δίκαια)
Λέγε ειδώς (Να λες γνωρίζοντας)
Βίας μη έχου (Να μην έχεις βία)
Ομίλει πράως (Να ομιλείς με πραότητα)
Φιλοφρόνει πάσιν (Να είσαι φιλικός με όλους)
Γλώττης άρχε (Να κυριαρχείς τη γλώσσα σου)
Σεαυτόν ευ ποίει (Να ευεργετείς τον εαυτό σου)
Ευπροσήγορος γίνου ( Να είσαι ευπροσήγορος)
Αποκρίνου εν καιρώ ( Να αποκρίνεσαι στον κατάλληλο καιρό)
Πόνει μετά δικαίου (Να κοπιάζεις δίκαια)
Πράττε αμετανοήτως (Να πράττεις με σιγουριά)
Αμαρτάνων μετανόει (Όταν σφάλλεις, να μετανοείς)
Οφθαλμού κράτει (Να κυριαρχείς των οφθαλμών σου)
Βουλεύου χρήσιμα (Να σκέπτεσαι τα χρήσιμα)
Φιλίαν φύλασσε (Να φυλάττεις τη φιλία)
Ευγνώμων γίνου (Να είσαι ευγνώμων)
Ομόνοιαν δίωκε (Να επιδιώκεις την ομόνοια)
Άρρητα μη λέγε ( Να μην λες τα άρρητα)
Έχθρας διάλυε (Να διαλύεις τις έχθρες)
Γήρας προσδέχου ( Να αποδέχεσαι το γήρας)
Επί ρώμη μη καυχώ (Να μην καυχιέσαι για τη δύναμή σου)
Ευφημίαν άσκει (Να επιδιώκεις καλή φήμη)
Απέχθειαν φεύγε (Να αποφεύγεις την απέχθεια)
Πλούτει δικαίως. (Να πλουτίζεις δίκαια)
Κακίαν μίσει. (Να μισείς την κακία)
Μανθάνων μη κάμνε (Να μην κουράζεσαι να μαθαίνεις)
Ους τρέφεις αγάπα ( Να αγαπάς αυτούς που τρέφεις)
Απόντι μη μάχου (Να μην μάχεσαι αυτόν που είναι απών)
Πρεσβύτερον αιδού (Να σέβεσαι τους μεγαλύτερους)
Νεώτερον δίδασκε (Να διδάσκεις τους νεότερους)
Πλούτω απόστει (Να αποστασιοποιείσαι από τον πλούτο)
Σεαυτόν αιδού (Να σέβεσαι τον εαυτό σου)
Μη άρχε υβρίζων (Να μην κυριαρχείς με αλαζονεία)
Προγόνους στεφάνου ( Να στεφανώνεις τους προγόνους σου)
Θνήσκε υπέρ πατρίδος (Να πεθάνεις για την πατρίδα σου)
Επί νεκρώ μη γέλα ( Να μην περιγελάς τους νεκρούς)
Ατυχούντι συνάχθου (Να συμπάσχεις με το δυστυχή)
Τύχη μη πίστευε (Να μην πιστεύεις την τύχη)
Τελεύτα άλυπος (Να πεθαίνεις χωρίς λύπη)



Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

..........................................Τι σημαίνει ΓΡΑΙΚΟΣ;








«Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Αθανάσιος Διάκος.»
... Με την ονομασία Γραικός αποκαλούνταν παλιότερα οι Έλληνες.
Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία ο Γραικός ήταν ήρωας, γιος της Πανδώρας και του θεού Δία..
Σύμφωνα με μια αρχαία ελληνική παράδοση από τα χρόνια του Ησιόδου, η Πανδώρα, η κόρη του Δευκαλίωνα, γέννησε από τον έρωτά της με τον Δία τον γενναίο Γραικό.
Ο Δευκαλίων ήταν ο βασιλιάς της Φθιώτιδας και ήρωας του μύθου του ελληνικού κατακλυσμού.
Σύμφωνα με τον Ησίοδον.
Κι η κόρη στον οίκο του ευγενή Δευκαλίωνα, η Πανδώρα με τον πατέρα Δία, τον οδηγό των Θεών όλων, σμιγμένη στην αγάπη γέννησε το χαιρομαχητή Γραικό.
Ο Αριστοτέλης, το Πάριο χρονικό, ο Απολλόδωρος κ.α. αναφέρουν ότι οι Έλληνες πριν λέγονταν Γραικοί,
πρβ: «πρώτον μεν Γραικοί νυν δε Έλληνες» (Πάριο Χρονικό).
Ειδικότερα, ο Απολλόδωρος λέει ότι οι πέτρες που πετούσαν πίσω τους ο Δευκαλίωνας και η γυναίκα του Πύρρα και γίνονταν άνθρωποι λέγονταν Γραικοί και μετά μετονομάστηκαν σε Έλληνες από τον βασιλιά Έλληνα, γιο του βασιλιά Δευκαλίωνα,
πρβ «ὁ δὲ αἱρεῖται ἀνθρώπους αὐτῷ γενέσθαι. καὶ Διὸς εἰπόντος ὑπὲρ κεφαλῆς ἔβαλλεν αἴρων λίθους, καὶ οὓς μὲν ἔβαλε Δευκαλίων, ἄνδρες ἐγένοντο, οὓς δὲ Πύρρα, γυναῖκες. ὅθεν καὶ λαοὶ μεταφορικῶς ὠνομάσθησαν ἀπὸ τοῦ λᾶας ὁ λίθος. γίνονται δὲ ἐκ Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν πρῶτος, ὃν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι "ἔνιοι" λέγουσι, "δεύτερος δὲ" Ἀμφικτύων ὁ μετὰ Κραναὸν βασιλεύσας τῆς Ἀττικῆς, θυγάτηρ δὲ Πρωτογένεια, ἐξ ἧς καὶ Διὸς Ἀέθλιος. Ἕλληνος δὲ καὶ νύμφης Ὀρσηίδος Δῶρος Ξοῦθος Αἴολος. αὐτὸς μὲν οὖν ἀφ᾽ αὑτοῦ τοὺς καλουμένους Γραικοὺς προσηγόρευσεν Ἕλληνας, τοῖς δὲ παισὶν ἐμέρισε τὴν χώραν»(Απολλόδωρος, Α, 7, 1 – 3)
Ο Όμηρος απαριθμώντας στον Κατάλογο των «νηών» τις μεγάλες πόλεις που έλαβαν μέρος στον πόλεμο της Τροίας περιλαμβάνει και την πόλη Γραία
(Ιλ. Β 498 και ο Θουκυδίδης (Β 23,3) αναφέρει: παριόντες δε (οι Πελοπονήσιοι) Ωρωπόν την γην την Γραικήν καλουμένην, ην νέμονται Ωρώπιοι Αθηναίων, υπήκοοι, εδήωσαν).
Ο Παυσανίας (Βοιωτικά, 20 - 24) από τη μια αναφέρει ότι το όνομα της πόλης «η Γραία» προέκυψε από σύντμηση της αρχικής ονομασίας «Τανα-γραία» (που αρχικά η ονομασία αυτή ήταν όνομα γυναίκας, της κόρη του Ασωπού, και μετά της πόλης) και από την άλλη ότι η Γραία ήταν πολύ μεγάλη σε έκταση, περιλάμβανε την Αυλίδα, τη Μυκαλησσό, το Άρμα κ.α..
Λέει επίσης ότι ο Όμηρος γι αυτήν αναφέρει « Την Θέσπεια, την Γραία και την ευρύχωρη Μυκαλησσό», καθώς και ότι ο Αριστοτέλης λέει ότι ο Ωρωπός ονομαζόταν «Γραία» και η περιοχή του Ωρωπού «Γραϊκή».
Ο ιστορικός Πρίσκος (5ος αι. μΧ) αναφέρει την συνάντησή του στα βόρεια Βαλκάνια με ελληνόφωνο έμπορο που αυτοχαρακτηριζόταν "Γραικός το γένος".
Ο Στέφανος Βυζάντιος, στο λήμμα Γραικοί, αναφέρει ότι ο Αλκμάν ονόμαζε Γραίκες τις μητέρες των Ελλήνων (Γραίκες δε παρά Αλκμάνι αι των Ελλήνων μητέρες και παρά Σοφοκλεί εν Ποιμέσιν).
Σύμφωνα με την επικρατούσα σήμερα εκδοχή, η ονομασία Γραικοί αρχικά χρησιμοποιούνταν από το ελληνικό φύλλο των Σελλών της Δωδώνης, μέχρι που τελικά επικράτησε ο όρος Έλληνες.
Η εκδοχή αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τον Αριστοτέλη (Μετεωρολογικά Α, 352b) και το Πάριο Χρονικό.
Ο όρος εχρησιμοποιείτο και κατά τον Μεσαίωνα ως συνώνυμο του "Έλλην".


ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ Ο ΠΑΛΙΟΣ ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΚΑΙ ΒΑΛΕ ΑΝΤΙ ΝΑ ΤΟΥ ΠΩ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ .....ΤΑ ΑΚΟΥΣΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ








Καλή Χρονιά Θείε
- Τι καλή χρονιά παιδί μου, κάθε χρόνο το λέμε και οι χρονιές γίνονται χειρότερες και ξέρεις γιατί;
- Γιατί έλειψε η ανθρωπιά και περισσεύει η υποκρισία.
- Άσε για την απανθρωπιά, αυτή πρωταγωνιστεί και έγινε μόδα και τέχνη.
- Πρωί – πρωί άνοιξα την τηλεόραση που έγινε αναγκαίο κακό για τους μοναχικούς ηλικιωμένους.. και τι να ακούσω;
- Συνέλαβαν ομήρους πέντε Έλληνες ναυτικούς κάπου στο Καμερούν και αναρωτήθηκα.
- Δεν τους φτάνει που συνέλαβαν την Ελλάδα όμηρο, τώρα συλλαμβάνουν ένα – ένα Έλληνα χωριστά.
- Εδώ ήρθαν και χώνεψαν όλες οι φυλές της γης και καλοπερνούν και για ευχαριστώ ζούμε όλα αυτά.
- Δάκρυσα με την ανθρώπινη τραγωδία των συναδέλφων μου και των οικογενειών τους χρονιάρες μέρες και αναθυμήθηκα χρόνια δίσεκτα που περάσαμε και εμείς, λες και είναι η μοίρα μας να σταυρωνόμαστε και να συνερχόμαστε.
- Αλλά σου τα λέω όλα αυτά για να δεις πόσο διαφέρει η Ελληνική ψυχή με τα κακά και τα στραβά της σε σχέση με άλλους άγριους.
- Τελευταία μέρα Δεκεμβρίου 1943 ο μανιασμένος χιονιάς έξω από το Κάβο ντόρο μας ανάγκασε να δέσουμε στο λιμάνι της Καρύστου.
- Εκεί βρήκαμε καταφύγιο για να σωθούμε από την χιονοκαταιγίδα μεσοπέλαγα.
- Όλο το βράδυ χιόνιζε, ξημέρωνε Πρωτοχρονιά του 1944 και εμείς γενήκαμε ανθρώπινες παγοκολόνες στο αμπάρι του καϊκιού.
- Το πρωί με το ξημέρωμα πήγαμε να βγούμε στο κατάστρωμα, αλλά η πόρτα της καταπακτής φράκαρε από το παγωμένο χιόνι. Ήταν ακατόρθωτο να την ανοίξουμε.
- Από το μικρό φινιστρίνι είδαμε στην προκυμαία μια γερμανική περίπολο που κάπνιζε αμέριμνα.
- Σπάσαμε το τζάμι και αρχίσαμε να τους φωνάζουμε με όση δύναμη είχαμε.
- Μας είδαν και ήταν ξεκαρδισμένοι στα γέλια.
- Πιστέψαμε ότι μας είδαν και θα ερχόταν να μας βοηθήσουν. - Αντίθετα αυτοί έσβησαν τα τσιγάρα τους πατώντας τα με τις μαύρες μπότες τους και κάνοντας μια άσεμνη χειρονομία απομακρύνθηκαν, μέχρι που εξαφανίστηκαν.
- Είμασταν πλέον όμηροι του χιονιού. -
Στο αμπάρι μπροστά στο εικόνισμα της ΠΑΝΑΓΙΑΣ μας έπιασε όλους ένα παράπονο που βρισκόμασταν έτσι και μακριά από τις οικογένειες μας πρωτοχρονιάτικα.
- Δεν πέρασε πολύ ώρα και ακούσαμε κάποιους να σπάνε τον πάγο πάνω από τα κεφάλια μας.
- Ήταν δυο μικρά παιδιά ίσαμε 12 με 15 χρονών που με κασμάδες κατόρθωσαν και άνοιξαν την καταπακτή.
- Το τι χαρά κάναμε δεν περιγράφεται.
- Ευχαριστήσαμε τα παιδιά και αυτά με την σειρά τους μας είπαν. «- περιμένετε η χήρα μάνα μας ετοιμάζει κάτι για εσάς. (τον πάτερα τους τον σκότωσαν οι γερμανοί σε ένα μπλόκο στην Αθήνα)
- Αυτή ήταν η αιτία να έρθουμε εμείς σήμερα το πρωί και να σας ανοίξουμε.
- Εχθές το απόγευμα σας είδε που μπήκατε στο λιμάνι μας και είδε και το χιόνι που σας σκέπασε, είδε τους γερμανούς που δεν σας βοήθησαν και έστειλε εμάς.»
- Δεν είχαμε άλλη επιλογή γιατί ο βοριάς λυσσομανούσε, μείναμε στο λιμάνι της Καρύστου. -
Για φαγητό ούτε λόγος δεν μας έμεινε καμιά προμήθεια, ούτε ξερό παξιμάδι και το κρύο – κρύο.
- εκεί κοντά στο μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς είδαμε μια μαυροφορεμένη γυναίκα να κατεβαίνει την κατηφοριά προς το λιμάνι και ερχόταν προς τα εμάς.
- στο κεφάλι της στήριζε ένα μεγάλο ταψί - αφού μας πλησίασε, μας είπε ότι ήτανε η μητέρα των δυο παιδιών που μας λευτέρωσαν από την ομηρία του χιονιού και μας πρόσφερε το ταψί για να φάμε μεσημεριανό, μας έδειξε και το σπίτι της για να επιστρέψουμε το ταψί.
- δεν είχαμε λόγια για να ευχαριστήσουμε την χήρα γυναίκα που μπορεί να στέρησε το φαγητό αυτό από τα παιδιά της για να φροντίσει εντελώς ξένους ανθρώπους για αυτήν.
- στο τέλος επειδή ήμουν ο μικρότερος του πληρώματος με έστειλαν για να επιστρέψω το πολύτιμο ταψί.
- εκεί στο κατώφλι αυτού του σπιτικού η χήρα με τα παιδιά της μου εκμυστηρεύθηκε αυτό που της συνέβη την ώρα που είχε στείλει τα παιδάκια της με κασμάδες για να μας απεγκλωβίσουν.
«Παιδί μου παρουσιάστηκε ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ που είναι ο προστάτης της Καρύστου και με επιτακτικό τόνο φωνής μου είπε …δεν αρκεί να τους βγάλεις από το αμπάρι, αλλά πρέπει να τους ταΐσεις κιόλας, είναι το καλύτερο μνημόσυνο για τον άνδρα σου που τον σκότωσαν οι γερμανοί»
Άκουγα τον Παππού- Θείο αποσβολωμένος και συγκινημένος γιατί και αυτός έκλαιγε.
- παιδί μου στην μετέπειτα ζωή μου τέτοια μέρα, μπήκα σε σαλόνια, παρακάθησα σε δείπνα της υψηλής κοινωνίας, σε ρεβεγιόν αλλά εκείνη την Πρωτοχρονιά του μαύρου 44 δεν την ξέχασα ποτέ.
- ήταν η καλύτερη Πρωτοχρονιά της ζωής μου που μικρό παιδί (ήμουν δεν ήμουν 18 χρονών) κατάλαβα τι σημαίνει ανθρωπιά, τι σημαίνει απανθρωπιά και τι σημαίνει ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΝΩΘΕΝ.
- εγώ σε λίγο φεύγω, να ξέρεις ότι η Ελλάδα θα μείνει ζωντανή ότι και να της κάνουν γιατί έχει ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ και ζωντανούς ανθρώπους.


Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

....ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ..........ΚΑΙ ΟΧΙ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΤΗΣ Coca Cola






Άλλος ο Άγιος Βασίλης της Ορθοδοξίας που διαθέτει την περιουσία του στους φτωχούς χωρίς καμία διάκριση δόγματος,
εξ΄ ίσου ενισχύοντας αρειανούς, Ιουδαίους και ειδωλολάτρες, που κατακεραυνώνει με ομιλίες τους πλούσιους της εποχής του
επειδή αλύπητα, άπληστα, απάνθρωπα και σκληρόκαρδα
έκρυβαν τα τρόφιμα και τα χρήματα τους για να μην βοηθήσουν τον λαό
που πέθαινε έξω από τις θύρες των σπιτιών τους
και άλλος ο Santa Claus, ο Άγιος Βασίλης της Δυτικής Ευρώπης και …της Coca Cola!
Εξέχουσα προσωπικότητα της Χριστιανικής Εκκλησίας, ο Βασίλειος υπήρξε σπουδαίος ιεράρχης και κορυφαίος θεολόγος, γι’ αυτό και ανακηρύχτηκε Άγιος και Μέγας.
Είναι ένας από τους Πατέρες της Εκκλησίας κι ένας από τους Τρεις Ιεράρχες.
Η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου από τους Ορθοδόξους (14 Ιανουαρίου απ’ όσους ακολουθούν το Ιουλιανό Ημερολόγιο)
και στις 2 Ιανουαρίου από τους Καθολικούς.
Η μνήμη του συνεορτάζεται στις 30 Ιανουαρίου, κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών, μαζί με τους δύο άλλους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Γεννήθηκε το 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας (νυν Καϊσερί Τουρκίας)
και ήταν γιος του ποντίου ρήτορα (δικηγόρου της εποχής) Βασιλείου και της Εμμέλειας,
η μνήμη της οποίας τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μαζί με του υιού της.
Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ ή εννέα παιδιά.
Μεταξύ αυτών, ο Γρηγόριος, ο μετέπειτα σπουδαίος θεολόγος, γνωστός ως Γρηγόριος Νύσσης.
Η γιαγιά του Μακρίνα ήταν κόρη χριστιανού μάρτυρα και μαζί με τη μητέρα του Εμμέλεια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χριστιανικού χαρακτήρα του Βασιλείου.
Μετά τα εγκύκλια μαθήματα που πήρε στην πατρίδα του, ο Βασίλειος στάλθηκε στο Βυζάντιο για ευρύτερες σπουδές.
Το 351 πήγε στην Αθήνα, όπου ανθούσαν ακόμη τα γράμματα και οι τέχνες.
Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική, φυσική κ.ά.
Στην Αθήνα γνωρίστηκε με τον Ιουλιανό, μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου και αργότερα μεγάλο πολέμιο του Χριστιανισμού, και τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, με τον οποίο τον συνέδεσε μία ιερή και ισόβια φιλία.
Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα επέστρεψε το 351 στην Καισάρεια, όπου άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα, όπως και ο πατέρας του.
Πολύ γρήγορα ξεκίνησε ένα πνευματικό ταξίδι στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία και τη Συρία, για να γνωρίσει τους ασκητές και να σπουδάσει τον μοναχισμό.
Τόσο πολύ γοητεύτηκε από την αυστηρή ασκητική ζωή, ώστε πήγε στον Πόντο κι έζησε μοναχός στην έρημο για μία πενταετία (357-362).
Σκόπευε να μείνει οριστικά εκεί, αν δεν επισυνέβαινε ο θάνατος του επισκόπου Καισαρείας Ευσέβιου.
Ο λαός της Καισαρείας ζήτησε να τον διαδεχθεί ο Βασίλειος και μετά την εκλογή του αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Καισάρεια. Παρέμεινε για εννέα χρόνια επίσκοπος Καισαρείας και άφησε σπουδαίο έργο, που αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση για τις επόμενες γενιές.
Ίδρυσε μία σειρά από φιλανθρωπικά ιδρύματα, που έγιναν γνωστά ως «Βασιλειάδα», η οργάνωση των οποίων για την περίθαλψη των φτωχών και των ασθενών αποτέλεσε υπόδειγμα πνευματικής προσφοράς και κοινωνικής δράσης.
Ο Βασίλειος ήταν αλύγιστη ψυχή μπροστά σε κάθε είδους κοσμική εξουσία.
Κάποτε, ο αυτοκράτορας Ουάλης, που υποστήριζε τους Αρειανούς, του έστειλε τον επίτροπό του Μόδεστο.
Ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος τον φοβέρισε με δήμευση της περιουσίας του, εξορία και μαρτυρικό θάνατο.
Ατάραχος, ο Βασίλειος απάντησε:
– «Λίγα τριμμένα ρούχα και κάμποσα βιβλία αποτελούν όλη μου την περιουσία· επομένως δεν φοβάμαι τη δήμευση.
Την εξορία δεν τη λογαριάζω, γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο είμαι παρεπίδημος.
Ούτε τα μαρτύρια φοβούμαι, γιατί τον θάνατο θεωρώ ως ευεργέτη, επειδή θα με οδηγήσει πιο γρήγορα στον Θεό.»

– «Κανένας άλλος επίσκοπος δεν μου μίλησε έτσι», είπε θυμωμένος ο Μόδεστος.
– «Δεν θα μίλησες ποτέ με πραγματικό επίσκοπο», του ανταπάντησε ο Βασίλειος.
Ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας, με καθοριστική συνεισφορά στη διατύπωση του δόγματος της Αγίας Τριάδας,
ενώ συνέταξε και Θεία Λειτουργία («Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου»).
Τα έργα του διακρίνονται σε δογματικά, αντιαιρετικά, ασκητικά, πρακτικά, ομιλίες και επιστολές.
Σε όλη τη σύντομη ζωή του αγωνίστηκε για την ενότητα της Χριστιανικής Εκκλησίας,
που μαστιζόταν στην εποχή του από θεολογικές έριδες σχετικά τις δοξασίες του Αρείου.
Πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία 49 ετών και τάφηκε με μεγάλες τιμές.
Σύμφωνα με κάποιες πηγές, την περιουσία του την μοίρασε στους φτωχούς, γιατί η οικογένειά του την είχε αποκτήσει με δόλια μέσα.

Απολυτίκιον Αγίου Βασιλείου
Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου,
ως δεξαμένην τον λόγον σου,
δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας,
την φύσιν των όντων ετράνωσας,
τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας.
Βασίλειον ιεράτευμα, Πάτερ Όσιε·

πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ,
σωθήναι τας ψυχάς ημών.